χλευαστική

χλευαστική
χλευαστικός
derisory
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Οτεντότοι — Λαός, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένος σε ολόκληρη τη νότια Αφρική και σήμερα, αρκετά περιορισμένος σε αριθμό ζει στις πιο απρόσιτες ζώνες της νοτιοδυτικής Αφρικής. Όταν το 1652 οι Ολλανδοί ίδρυσαν την Πόλη του Ακρωτηρίου, βρήκαν την παράκτια… …   Dictionary of Greek

  • αναγόρευμα — το [αναγορεύω] χλευαστική προσωνυμία, βρισιά, παρατσούκλι «δεν υπήρχε παραγκώμι και αναγόρευμα, το οποίον να μη τού έρριπτον κατάμουτρα» (Παπαδιαμ. Α. 240) …   Dictionary of Greek

  • ονοκοίτης — ὀνοκοίτης, ὁ (Α) (ως χλευαστική προσωνυμία που δόθηκε από τους Εθνικούς στον Ιησού Χριστό) αυτός που κείται σε φάτνη όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κοίτη (πρβλ. ανεμο κοίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ονολάτρης — ο χλευαστική ονομασία που απέδιδαν οι ειδωλολάτρες στους Ιουδαίους, αρχικά, αργότερα και οι Ιουδαίοι στους χριστιανούς τών πρώτων χρόνων, με την κατηγορία ότι λάτρευαν τον όνο ή ομοίωμα όνου ως θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + λάτρης. Η λ., στον λόγιο τ …   Dictionary of Greek

  • πιετισμός — Θρησκευτική κίνηση που αναφάνηκε το 17o αι. στους κόλπους του λουθηρανισμού, υπό την ηγεσία του Φίλιπ Γιάκομπ Σπένερ (1635 1705), ο οποίος εξέθεσε τις βάσεις της κίνησης στο έργο τουΕυσεβείς πόθοι (Pia desideria, 1675). Οι πιετιστές είχαν σκοπό… …   Dictionary of Greek

  • σταυρωτής — ο, Ν [σταυρῶ, ώνω] 1. αυτός που σταυρώνει, που προσηλώνει κάποιον σε σταυρό 2. μτφ. α) βασανιστής, υπερβολικά ενοχλητικός β) (ιδίως στον πληθ.) οι σταυρωτήδες παλαιά χλευαστική προσωνυμία για τους χωροφύλακες («τόν έπιασαν οι σταυρωτήδες και τόν… …   Dictionary of Greek

  • Λουκρήτιος — (Titus Lucretius Carus, Καμπανία 99; – 55 π.Χ.). Λατίνος ποιητής, συγγραφέας του εξάτομου ποιήματος Περί της φύσης των πραγμάτων (De rerum naturae). Σύμφωνα με μία πληροφορία που παραδίδει ο άγιος Ιερώνυμος, ο Λ. παραφρόνησε εξαιτίας ενός… …   Dictionary of Greek

  • ονολάτρες — Χαρακτηρισμός τον οποίο δίνανε οι εθνικοί στους Εβραίους. Τον ίδιο χαρακτηρισμό δίνανε αργότερα και στους χριστιανούς. Σε μουσείο της Ρώμης υπάρχει τοιχογραφία, που παρουσιάζει έναν στρατιώτη σε λατρευτική στάση μπροστά σε ένα σταυρωμένο γάιδαρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”